τροχόσπιτο

τροχόσπιτο
caravane

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • τροχόσπιτο — το, Ν τεχνολ. 1. (παλαιότερα) τροχήλατη άμαξα που χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα ως μεταφορικό μέσο και κατοικία νομάδες, πλανόδιοι έμποροι, διευθυντές και καλλιτέχνες περιοδευόντων θιάσων και τσίρκων 2. (σήμερα) αυτοκινούμενο ή ρυμουλκούμενο… …   Dictionary of Greek

  • τροχόσπιτο — το όχημα διαρρυθμισμένο σε κατοικία, που σέρνεται από αυτοκίνητο και είναι χρήσιμο σε μακρινά οικογενειακά ταξίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάμπινγκ — (αγγλ. camping). Είδος τουρισμού κατά το οποίο η εγκατάσταση γίνεται σε σκηνές, τροχόσπιτα και άλλα κινητά καταλύματα για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο όρος χρησιμοποιείται διεθνώς, τόσο για τον τρόπο όσο και για τον χώρο διαμονής. Η… …   Dictionary of Greek

  • τροχοβίλα — η, Ν μεγάλο τροχόσπιτο διαμορφωμένο εσωτερικά με πολλούς και άνετους χώρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + βίλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”